ακάρπιστος

ακάρπιστος
-η, -ο (Α ἀκάρπιστος, -ον) [καρπίζω]
ο άκαρπος, ο άγονος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καρπίσει ακόμη, που δεν έχει αρχίσει να καρποφορεί
2. ο ανώφελος, εκείνος που δεν προσφέρει τίποτε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακάρπιστος — η, ο αυτός που δεν καρποφόρησε ή δεν μπορεί να καρποφορήσει: Από την ξηρασία τα χωράφια θα μείνουν ακάρπιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαρπίστων — ἀκάρπιστος where nothing is to be reaped masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάρπιστα — ἀκάρπιστος where nothing is to be reaped neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακάρπερος — η, ο [καρπερός] ο ακάρπιστος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”